ἀπόδων

ἀπόδων
ἄφοδος
going away
fem gen pl (ionic)
ἄποδος
not having the use of one's feet
fem gen pl
ἄπους
without foot
masc/fem/neut gen pl
ἀποδίδωμι
give up
aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic)
ἀποδίδωμι
give up
aor ind act 1st sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μύραινα — (muraena). Γένος ψαριών που ζουν στις θερμές θάλασσες. Τα ψάρια αυτά, που ανήκουν στην τάξη των απόδων, δεν έχουν στηθικό πτερύγιο και το δέρμα τους είναι γυμνό, χωρίς λέπια. Είναι τα πιο επικίνδυνα από τα ψάρια της τάξης αυτής, αν τα προκαλέσει… …   Dictionary of Greek

  • νηττάστομα — και νηττόστομα, το ζωολ. γένος άποδων βαθυπελαγικών ιχθύων με επίμηκες σώμα, τών οποίων το κεφάλι φέρει μακρύ ρύγχος με βαθιά στοματική σχισμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nettastoma < νήττα «πάπια» + στόμα] …   Dictionary of Greek

  • οφίσαυρος — ο ζωολ. γένος άποδων σαυρών τής οικογένειας anguidae, με πολύ επίμηκες σώμα, ατροφικά τα οπίσθια άκρα και εύθραυστη ουρά, ένα είδος τού οποίου ζει στην Ελλάδα και είναι γνωστό με την κοινή ονομασία φιδόσαυρα και ωφέλιμο για τη γεωργία …   Dictionary of Greek

  • οφίσουρος — (ophisurus). Γένος απόδων οστεοϊχθύων των ευρωπαϊκών θαλασσών. Είναι ψάρια μακριά, κυλινδρικά, λεπτά, με κεφάλι μακρύ και πολύ μεγάλο στόμα. Τα δόντια τους είναι λεπτά και πολυάριθμα. Οι ο. δεν έχουν λέπια. Από τα ψάρια αυτά, ο ο. ο οφιοειδής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”