μύραινα — (muraena). Γένος ψαριών που ζουν στις θερμές θάλασσες. Τα ψάρια αυτά, που ανήκουν στην τάξη των απόδων, δεν έχουν στηθικό πτερύγιο και το δέρμα τους είναι γυμνό, χωρίς λέπια. Είναι τα πιο επικίνδυνα από τα ψάρια της τάξης αυτής, αν τα προκαλέσει… … Dictionary of Greek
νηττάστομα — και νηττόστομα, το ζωολ. γένος άποδων βαθυπελαγικών ιχθύων με επίμηκες σώμα, τών οποίων το κεφάλι φέρει μακρύ ρύγχος με βαθιά στοματική σχισμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nettastoma < νήττα «πάπια» + στόμα] … Dictionary of Greek
οφίσαυρος — ο ζωολ. γένος άποδων σαυρών τής οικογένειας anguidae, με πολύ επίμηκες σώμα, ατροφικά τα οπίσθια άκρα και εύθραυστη ουρά, ένα είδος τού οποίου ζει στην Ελλάδα και είναι γνωστό με την κοινή ονομασία φιδόσαυρα και ωφέλιμο για τη γεωργία … Dictionary of Greek
οφίσουρος — (ophisurus). Γένος απόδων οστεοϊχθύων των ευρωπαϊκών θαλασσών. Είναι ψάρια μακριά, κυλινδρικά, λεπτά, με κεφάλι μακρύ και πολύ μεγάλο στόμα. Τα δόντια τους είναι λεπτά και πολυάριθμα. Οι ο. δεν έχουν λέπια. Από τα ψάρια αυτά, ο ο. ο οφιοειδής,… … Dictionary of Greek